εὐκρατοῖ

εὐκρατοῖ
εὐκρατόω
temper
pres ind mp 2nd sg
εὐκρατόω
temper
pres opt act 3rd sg
εὐκρατόω
temper
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὔκρατοι — εὔκρᾱτοι , εὔκρατος well tempered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκρατώ — εὐκρατῶ, όω (ΑΜ) [εύκρατος] καθιστώ κάτι μέτριο, μετριάζω αρχ. καθιστώ κάτι νηφάλιο («ὕδωρ... εὐκρατοῑ φρένας», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”